- λευκοπενία
- η1. ιατρ. η παθολογική ελάττωση τού αριθμού τών λευκοκυττάρων στο αίμα κάτω από το φυσιολογικό όριο, που θεωρείται ότι είναι 5.000 λευκοκύτταρα ανά κυβικό χιλιοστόμετρο αίματος2. φρ. «λοιμώδης λευκοπενία τής γάτας»(κτην.) μεταδοτική ασθένεια που οφείλεται σε ειδικό ιό και τής οποίας τα συμπτώματα είναι κατά πολύ όμοια με τα συμπτώματα τής γαστρεντερίτιδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucopenia < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + -penia (< πενία)].
Dictionary of Greek. 2013.