λευκοπενία

λευκοπενία
η
1. ιατρ. η παθολογική ελάττωση τού αριθμού τών λευκοκυττάρων στο αίμα κάτω από το φυσιολογικό όριο, που θεωρείται ότι είναι 5.000 λευκοκύτταρα ανά κυβικό χιλιοστόμετρο αίματος
2. φρ. «λοιμώδης λευκοπενία τής γάτας»
(κτην.) μεταδοτική ασθένεια που οφείλεται σε ειδικό ιό και τής οποίας τα συμπτώματα είναι κατά πολύ όμοια με τα συμπτώματα τής γαστρεντερίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucopenia < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + -penia (< πενία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… …   Dictionary of Greek

  • παμμυελόφθιση — η ιατρ. προοδευτική απλασία όλων τών κυτταρικών συστημάτων τού μυελού τών οστών, που εκδηλώνεται στο περιφερικό αίμα με παγκυτταροπενία, βαριά αναιμία, λευκοπενία, αιμορραγική διάθεση και νεκρωτικές βλάβες τών βλεννογόνων …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”